χειροπληθής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- χειροπληθής, ής, ές
- που γεμιζει μια χούφτα, τόσος όσος μπορεί να τον χωρέσει κάποιος στη χούφτα του
- ἐν γὰρ βόθροις ὀρυχθεῖσιν ἐπὶ μικρὸν εὑρίσκονται καὶ χειροπληθεῖς χρυσίου πλάκες ἔσθ᾽ ὅτε μικρᾶς ἀποκαθάρσεως δεόμεναι
- διπλάσιον φέρεσθαι τῶν Περσικῶν σφενδονῶν. ἐκεῖναι γὰρ διὰ τὸ σφενδονᾶν χειροπληθέσι τοῖς λίθοις ἐπὶ βραχὺ ἐξικνοῦνται, οἱ δὲ Ῥόδιοι...: φτάνουν δυο φορές μακρύτερα από τις περσικές σφενδόνες, γιατί εκείνες, επειδή ρίχνουν με τη σφενδόνη μικρές πέτρες που χωράνε στο χέρι, <τα βλήματα> δεν φτάνουν μακριά, ενώ οι Ρόδιοι..