χούφτα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χούφτα | οι | χούφτες |
| γενική | της | χούφτας | των | χουφτών |
| αιτιατική | τη | χούφτα | τις | χούφτες |
| κλητική | χούφτα | χούφτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χούφτα < φούχτα (με αντιμετάθεση συμφώνων)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈxu.fta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χού‐φτα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χούφτα θηλυκό
- το εσωτερικό της παλάμης
- έκρυψε το πρόσωπο στις χούφτες του
- (κατ’ επέκταση) ποσότητα που χωρά στο εσωτερικό της παλάμης
Έπιασε με το χέρι του μια χούφτα χαρτοπόλεμο και την πέταξε ψηλά.
- (μεταφορικά) μικρός αριθμός
Μια χούφτα άνθρωποι όλοι κι όλοι αντιστάθηκαν στον κατακτητή
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- σκορπάει τα λεφτά με τις χούφτες: Δηλώνει πληθώρα αγαθών, σπατάλη.
- με τρώει η χούφτα μου: Είμαι έτοιμος για καβγά.