poignée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
poignée | poignées |
poignée (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
poignée | poignées |
poignée (fr) θηλυκό