garść

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική garść garści
γενική garści garści
δοτική garści garściom
αιτιατική garść garści
οργανική garścią garściami
τοπική garści garściach
κλητική garści garści

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

garść (pl) θηλυκό