garść
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | garść | garści |
γενική | garści | garści |
δοτική | garści | garściom |
αιτιατική | garść | garści |
οργανική | garścią | garściami |
τοπική | garści | garściach |
κλητική | garści | garści |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
garść (pl) θηλυκό