handful
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
handful | handfuls |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]handful (en)
- η χούφτα, η φούχτα
- ↪ He drank water by the handful.
- Ήπιε νερό με τις χούφτες.
- ↪ Give me a handful of salt.
- Δώσε μου μια χούφτα αλάτι.
- ↪ He drank water by the handful.
- η χούφτα, μικρή ποσότητα ενός υλικού ή ομάδας ανθρώπων
- ↪ A handful of people fought heroically.
- Πολέμησαν ηρωικά μια χούφτα άνθρωποι.
- ↪ A handful of people fought heroically.
- (μόνο ενικός, a handful, ανεπίσημο) το μπελάς, ένα άτομο ή ένα ζώο που είναι δύσκολο να ελέγξω
- ↪ That child is a real handful.
- Αυτό το παιδί είναι πραγματικός μπελάς.
- ↪ That child is a real handful.