χολοσκάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
χολοσκάνω
- στενοχωριέμαι για κάτι, έχω ντέρτι, καημό μεγάλο
- Δεν χολοσκάνουνε για τον κοσμάκη αυτοί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χολοσκάνω
|