ψιδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψιδιάζω < ψίδι + -άζω < αρχαία ελληνική ἀψίς

Ρήμα[επεξεργασία]

ψιδιάζω

  • τοποθετώ καινούργια ψίδια ή αντικαθιστώ τα χαλασμένα ή φθαρμένα με καινούργια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]