ψυχοφυσικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχοφυσικά < ψυχοφυσικός + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ψυχοφυσικά
- αναφορικά με την ψυχοφυσική, σε σχέση μ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχοφυσικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ψυχοφυσικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψυχοφυσικό