ψόα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψόα: αβέβαιης ετυμολογίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψόα θηλυκό (συνήθως στον πληθυντικό ψόαι)

  • οι μύες της οσφυϊκής χώρας
    ※  Παλαιά Διαθήκη, Ψαλμοί Δαβίδ, Ψαλμός ΛΖ' (37.8)
    ὅτι αἱ ψόαι μου ἐπλήσθησαν {γέμισαν) ἐμπαιγμάτων, καὶ οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου·

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]