ἀείζωος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀείζωος | τὸ ἀείζωον | οἱ, αἱ ἀείζωοι | τὰ ἀείζωα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀειζώου | τοῦ ἀειζώου | τῶν ἀειζώων | τῶν ἀειζώων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀειζώῳ | τῷ ἀειζώῳ | τοῖς, ταῖς ἀειζώοις | τοῖς ἀειζώοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀείζωον | τὸ ἀείζωον | τοὺς, τὰς ἀειζώους | τὰ ἀείζωα |
Κλητική | ἀείζωε | ἀείζωον | ἀείζωοι | ἀείζωα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀειζώω | |||
Γενική-Δοτική | ἀειζώοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀείζωος, -ος, -ον
- αυτός που πάντα ζει, αθάνατος
- πῦρ ἀείζωον (Ηράκλειτος, 30)
- (για φυτό) καταπράσινος
- πόα ἀείζωος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ἀείζως, -ως, ων (συνηρημένη μορφή)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ἀείζωος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.