ἀποτόμως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀποτόμως < ἀπότομ(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἀποτόμως

  1. απολύτως, εντελώς
  2. επακριβώς

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]