ἀττικῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀττικῶς < Ἀττική

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἀττικῶς

  • εἰώθει δὲ καὶ πρὸς τοὺς σολοικίζοντας Ἀττικῶς παίζειν ἀνεπαχθῶς (Λουκιανός, Ψευδοσοφιστής ή Σολοικιστής ή Soleocista)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]