ἀττικισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ἀττικισμός οι ἀττικισμοί
      γενική του ἀττικισμού των ἀττικισμών
    αιτιατική τον ἀττικισμό τους ἀττικισμούς
     κλητική ἀττικισμέ ἀττικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀττικισμός < ἀττικίζω < Ἀττική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀττικισμός

  1. το να φρονεί κάποιος ό,τι και οι Αθηναίοι, να ταυτίζεται με τις απόψεις, τα συμφέροντά τους
  2. το να μιλά, να γράφει κάποιος με το ύφος, το συντακτικό ή την προφορά των Αθηναίων κατά την ελληνιστική εποχή - όταν είχαν ως πρότυπο και μιμούνταν την Αττική διάλεκτο και το ύφος των Αττικών συγγραφέων του 4ου και 5ου π.Χ. αιώνα

Συγγενικά

[επεξεργασία]