ἀττικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀττικισμός
- το να φρονεί κάποιος ό,τι και οι Αθηναίοι, να ταυτίζεται με τις απόψεις, τα συμφέροντά τους
- το να μιλά, να γράφει κάποιος με το ύφος, το συντακτικό ή την προφορά των Αθηναίων κατά την ελληνιστική εποχή - όταν είχαν ως πρότυπο και μιμούνταν την Αττική διάλεκτο και το ύφος των Αττικών συγγραφέων του 4ου και 5ου π.Χ. αιώνα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- το ἀττικόν
- το Ἀττικόν/ἀττικόν σχῆμα (η αττική σύνταξη και ονομαστική αντί κλητικής)
- ο Ἀττικός : ο Αθηναίος
- τα Ἀττικά (γράμματα) : το αττικό αλφάβητο
- ἀττικιστής
- ἀττικῶς επίρρημα
- ἀττικιστί επίρρημα