ἱέρεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἱέρεια < θηλυκό του ἱερεύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἱέρεια θηλυκό (και ιωνικός τύπος ἵρεια, ἱερείη και ἱερία)