ὁρμίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ὁρμίζω και ορμίζομαι
- φέρνω σε ασφαλές αγκυροβόλιο
- ἐπὶ τῷ Ῥίῳ, ἔξω ὡρμίσαντο
- ὁρμίσας ἕκαστον ἀσκόν, λίθους ἀρτήσας καὶ ἀφείς ὥσπερ ἀγκύρας
- προσορμίζω, δένω καλά το καράβι, το στερεώνω
- έρχομαι στη στεριά
- πρὸς τὴν γῆν ὁρμισθείς
- φέρνω πίσω στην πατρίδα το πλοίο και τους άνδρες του
- (μεταφορικά) παρέχω γενικά ασφάλεια, προστασία
- ἐν σπαργάνοισι παιδὸς ὁρμίσαι
- (μεταφορικά) βρίσκω ψυχικό απάγκιο
- εἰς λιμένα τὸν τῆς τέχνης ὁρμίζεσθαι
- βρίσκω το τελευταίο λιμάνι, πεθαίνω
- ὁρμίζεσθαι τὴν τελευταίαν ὅρμισιν
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- προσορμίζω
- καθορμίζω
- παρορμίζω
- περιορμίζω
- ἐφορμίζω
- ὑφορμίζομαι και ὑφορμέω (κρυφά ορμίζομαι)
- εἰσορμίζω
- συνορμίζω
- ἐγκαθορμίζομαι
Τύποι[επεξεργασία]
ὁρμίζω, παρατατικός ὥρμιζον, μέλλων ὁρμίσω αόριστος ὥρμισα, μέσο και παθητικό ὁρμίζομαι, παρατατικός ὡρμιζόμην, μέλλοντας ὁρμιοῦμαι, αόριστος ὡρμισάμην και σπανιότερα ὡρμίσθην, παρακείμενος ὥρμισμαι
Σημειώσεις[επεξεργασία]
έχει ομόηχους τύπους με το ὁρμάω