ὅμαιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ὅμαιμος, ος, ον
- ο εξ αίματος συγγενής, ο στενός συγγενής
- φόνος ὅμαιμος (για φόνο που διαπράχθηκε από στενό συγγενή του θύματος)