ὠρύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ὠρύομαι (αόριστος: ὠρυσάμην)
- ωρύομαι
- ουρλιάζω, βρυχώμαι για σκυλιά και λύκους, αλλά και λεοντάρια
- θρηνώ γοερά
- με αντικείμενο: κλαίω για κάποιον γοερά