ébonite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ébonite < (άμεσο δάνειο) αγγλική ebonite < ebony (έβενος), λόγω του μαύρου χρώματος του υλικού + -ite
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ébonite | ébonites |
ébonite (fr) θηλυκό