úmido
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | úmido | úmidos |
θηλυκό | úmida | úmidas |
úmido (pt)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | úmido | úmidos |
θηλυκό | úmida | úmidas |
úmido (pt)