ĉaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉaro | ĉaroj |
αιτιατική | ĉaron | ĉarojn |
ĉaro (eo)
- το άρμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉaro | ĉaroj |
αιτιατική | ĉaron | ĉarojn |
ĉaro (eo)