ĉaso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉaso | ĉasoj |
αιτιατική | ĉason | ĉasojn |
ĉaso (eo)
- το κυνήγι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉaso | ĉasoj |
αιτιατική | ĉason | ĉasojn |
ĉaso (eo)