ĝermano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ĝermano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝermano | ĝermanoj |
αιτιατική | ĝermanon | ĝermanojn |
ĝermano (eo)
- ο Γερμανός