ĥimero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ĥimero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĥimero | ĥimeroj |
αιτιατική | ĥimeron | ĥimerojn |
ĥimero (eo)
- η χίμαιρα