œillère

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
œillère œillères

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

œillère (fr) θηλυκό

  1. άλλοτε, μέρος του κράνους που κατέβαινε και κάλυπτε τα μάτια
  2. δερμάτινη παρωπίδα του αλόγου που το εμποδίζει να βλέπει στο πλάι
  3. μικρό οβάλ σκεύος που χρησιμοποιείται για την πλύση των ματιών