ŝtrumpo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtrumpo | ŝtrumpoj |
αιτιατική | ŝtrumpon | ŝtrumpojn |
ŝtrumpo (eo)
- η κάλτσα