Αβιζιάν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αβιζιάν < (1.) παρωνύμιο κρεμασμένος,[1] μάλλον από την περσική آویزان (âvizân), ή (2.) ως απόδοση από την αρμενική Այվազյան (Ayvazyan, Αϊβαζιάν) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αβιζιάν αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Οχανές-Σαρκίς Αγαμπατιάν (2016), Τα αρμένικα επώνυμα έχουν τη δική τους ιστορία, πρόλογος: Ιωάννης Κ. Χασιώτης. Αθήνα: Εκδόσεις Στοχαστής. ISBN 978-960-303-237-3, σελ. 102.