Αγρωστώδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αγρωστώδη < άγρωστη + -ώδη < αρχαία ελληνική ἄγρωστις, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική graminées
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αγρωστώδη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - οικογένεια: φυτά με καλαμώδη, συνήθως κοίλο βλαστό που φέρει κόμβους και στην οποία ανήκουν τα δημητριακά και άλλα φυτά (σιτάρι, βρόμη, κριθάρι, ρύζι, ζαχαροκάλαμο, καλαμπόκι, σόργο κ.λπ.)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Αγρωστώδη στη Βικιπαίδεια