Αλγερινών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Αλγερινών
- (αρσενικό) γενική πληθυντικού του Αλγερινός
- (θηλυκό) γενική πληθυντικού του Αλγερινή
Δείτε επίσης : αλγερινών |
Αλγερινών