Βενετσάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βενετσάνος αρσενικό
- (ιδιωματικό) ανδρικό όνομα, υποκοριστικό του Βενέτιος (θηλυκό: Βενετσάνα)
- ※ Ποιος ήταν αυτός ο καβαλάρης; Η απάντηση ήρθε απ' όλα τα στόματα μαζί, σαν ένας παιάνας. Ήταν ο γιατρός του Κάμπου, Βενετσάνος Σαράβας
- Πάτρικ Λη Φέρμορ, Μάνη, μετάφραση από τα αγγλικά: Τζαννής Τζαννετάκης (Αθήνα: Κέδρος, 2007 [α΄ έκδ. 1972], ISBN 978-960-04-0864-5), σ. 52.
- ※ Ο γιος του, Βενέτης (Βενετσάνος) Κουγέας, υπήρξε πανεπιστημιακός καθηγητής και πρύτανης της Γεωπονικής Σχολής
- Βιογραφικό σημείωμα του μανιάτη ακαδημαϊκού Σωκράτη Κουγέα (1876-1966). Στο Ψηφιακό αποθετήριο της Ακαδημίας Αθηνών· πρόσβαση: 2021-08-30.
- ※ Ποιος ήταν αυτός ο καβαλάρης; Η απάντηση ήρθε απ' όλα τα στόματα μαζί, σαν ένας παιάνας. Ήταν ο γιατρός του Κάμπου, Βενετσάνος Σαράβας
- ελληνικό επώνυμο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- Βενετσιάνος (επώνυμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Βενετσάνος
|