Πιερέτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πιερέτ < μεταγραφή για τη γαλλική Pierrette

Μεταγραφή[επεξεργασία]

Πιερέτ θηλυκό, άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]