Ταντεβοσιάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ταντεβοσιάν < αρμενική Թադևոսյան (Tʿadewosyan)· πατρωνυμικό. Μορφολογικά αναλύεται σε Ταντεβός (Θαδδαίος) + -ιάν.
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ταντεβοσιάν αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο