Χοντ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ο Λόκι ξεγελά τον Χοντ να στοχεύσει στον Μπαλντρ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χοντ < Hod ή Hǫðr

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Χοντ αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]