ένθετο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ένθετο < ένθετο έντυπο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ένθετο ουδέτερο
- συνοδευτικό έντυπο το οποίο δίνεται μαζί με κάποιο άλλο έντυπο και μπορεί να βρίσκεται ενσωματωμένο στο κύριο έντυπο, έτσι ώστε να μπορεί να αποσπαστεί εύκολα, ή βρίσκεται, τουλάχιστον, στην ίδια συσκευασία με αυτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ένθετο
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ένθετο