ένθετο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ένθετο < ένθετο έντυπο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ένθετο ουδέτερο

  • συνοδευτικό έντυπο το οποίο δίνεται μαζί με κάποιο άλλο έντυπο και μπορεί να βρίσκεται ενσωματωμένο στο κύριο έντυπο, έτσι ώστε να μπορεί να αποσπαστεί εύκολα, ή βρίσκεται, τουλάχιστον, στην ίδια συσκευασία με αυτό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ένθετο