ἵστημι < * σί-στη-μι (με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό )[ 1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή * stísteh₂- < * steh₂-. Συγγενή: λατινική sto , γερμανική stehen , κ.ά.
ἵστημι (παθητική φωνή : ἵσταμαι )
(+ αιτιατική ) στήνω κάτι ή κάποιον, κάνω κάτι να σταθεί όρθιο
είμαι υπαρκτός , έχω παρουσία
(Χρειάζεται επεξεργασία )
ἵστημι
Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἵστημι
ἱστῶ
ἱσταίην
-
σύ
ἵστης
ἱστῇς
ἱσταίης
ἵστη
οὗτος
ἵστησι
ἱστῇ
ἱσταίη
ἱστάτω
ἡμεῖς
ἵσταμεν
ἱστῶμεν
ἱσταίημεν /ἱσταῖμεν
-
ὑμεῖς
ἵστατε
ἱστῆτε
ἱσταίητε /ἱσταῖτε
ἵστατε
οὗτοι
ἱστᾶσι(ν)
ἱστῶσι(ν)
ἱσταίησαν /ἱσταῖεν
ἱστάντων / ἱστάτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἱστάναι
ἱστάς (γεν. ἱστάντος )
ἱστᾶσα
ἱστάν
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἵστην
-
-
-
σύ
ἵστης
-
-
-
οὖτος
ἵστη
-
-
-
ἡμεῖς
ἵσταμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἵστατε
-
-
-
οὗτοι
ἵστασαν
-
-
-
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
στήσω
-
στήσοιμι
-
σύ
στήσεις
-
στήσοις
-
οὗτος
στήσει
-
στήσοι
-
ἡμεῖς
στήσομεν
-
στήσοιμεν
-
ὑμεῖς
στήσετε
-
στήσοιτε
-
οὗτοι
στήσουσι(ν)
-
στήσοιεν
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
στήσειν
στήσων
στήσουσα
στῆσον
Ενεργητικός Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἔστησα
στήσω
στήσαιμι
-
σύ
ἔστησας
στήσῃς
στήσαις / στήσειας
στῆσον
οὗτος
ἔστησε
στήσῃ
στήσαι / στήσειεν
στησάτω
ἡμεῖς
ἐστήσαμεν
στήσωμεν
στήσαιμεν
-
ὑμεῖς
ἐστήσατε
στήσητε
στήσαιτε
στήσατε
οὗτοι
ἔστησαν
στήσωσι(ν)
στήσαιεν / στήσειαν
στησάντων / στησάτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
στῆσαι
στήσας
στήσασα
στῆσαν
ἵσταμαι
Μέσος / Παθητικός Ενεστώτας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἵσταμαι
ἱστῶμαι
ἱσταίμην
-
σύ
ἵστασαι
ἱστῇ
ἱσταῖο
ἵστασο
οὖτος
ἵσταται
ἱστῆται
ἱσταῖτο
ἱστάσθω
ἡμεῖς
ἱστάμεθα
ἱστώμεθα
ἱσταίμεθα
-
ὑμεῖς
ἵστασθε
ἱστῆσθε
ἱσταῖσθε
ἵστασθε
οὗτοι
ἵσταλνται
ἱστῶνται
ἱσταῖντο
ἱστάσθων / ἱστάσθωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἵστασθαι
ἱστάμενος
ἱσταμένη
ἱστάμενον
Μέσος / Παθητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἱστάμην
-
-
-
σύ
ἵστασο
-
-
-
οὗτος
ἵστατο
-
-
-
ἡμεῖς
ἱστάμεθα
-
-
-
ὑμεῖς
ἵστασθε
-
-
-
οὗτοι
ἵσταντο
-
-
-
Μέσος Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
στήσομαι
-
στησοίμην
-
σύ
στήσῃ / στήσει
-
στήσοιο
-
οὖτος
στήσεται
-
στήσοιτο
-
ἡμεῖς
στησόμεθα
-
στησοίμεθα
-
ὑμεῖς
στήσεσθε
-
στήσοισθε
-
οὗτοι
στήσονται
-
στήσοιντο
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
στήσεσθαι
στησόμενος
στησομένη
στησόμενον
Παθητικός Μέλλοντας α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
σταθήσομαι
-
σταθησοίμην
-
σύ
σταθήσῃ / σταθήσει
-
σταθήσοιο
-
οὖτος
σταθήσεται
-
σταθήσοιτο
-
ἡμεῖς
σταθησόμεθα
-
σταθησοίμεθα
-
ὑμεῖς
σταθήσεσθε
-
σταθήσοισθε
-
οὗτοι
σταθήσονται
-
σταθήσοιντο
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
σταθήσεσθαι
σταθησόμενος
σταθησομένη
σταθησόμενον
↑ «ίσταμαι» με εκτενές σχόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
↑ s.v. «σταθερός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.