αέρινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αέρινα
- κατά αέρινο τρόπο, απαλά, ανάλαφρα, ανεπαίσθητα, σαν το πέρασμα του αέρα, κομψά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αέρινα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αέρινα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αέρινο, ουδέτερο του αέρινος