αβγόσχημη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈvɣo.sçi.mi/
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αβγόσχημη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αβγόσχημος