αγαλματώδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αγαλματώδες (γενική εν. αγαλματώδους)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αγαλματώδης