αγκωνιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aŋ.ɡoˈɲa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκω‐νιά‐ζο‐μαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αγκωνιάζομαι, π.αόρ.: αγκωνιάστηκα, μτχ.π.π.: αγκωνιασμένος