αγκωνιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγκωνιάζω < αγκων(ή) + -ιάζω [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aŋ.ɡoˈɲa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκω‐νιά‐ζω

αγκωνιάζω, αόρ.: αγκώνιασα, παθ.φωνή: αγκωνιάζομαι, π.αόρ.: αγκωνιάστηκα, μτχ.π.π.: αγκωνιασμένος

  1. βάζω κάτι στη γωνία
     συνώνυμα: παραμερίζω
  2. χτίζω ή κατασκευάζω κάτι σε σχήμα ορθής γωνίας
     συνώνυμα: γωνιάζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)