αγνίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἁγνίζομαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈɣni.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γνί‐ζο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αγνίζομαι, π.αόρ.: αγνίστηκα, μτχ.π.π.: αγνισμένος, (ενεργ.: αγνίζω)