αγνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἁγνίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγνίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁγνίζω [1] < ἁγνός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈɣni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γνί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αγνίζω, αόρ.: άγνισα, παθ.φωνή: αγνίζομαι, π.αόρ.: αγνίστηκα, μτχ.π.π.: αγνισμένος [2]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη αγνός

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αγνίζωΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)