αθωώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αθωώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αθωώνω
- θα αθωώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αθωώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αθωώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αθώωση