ακάματα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- ακάματα < ακάματ(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ακάματα
- χωρίς να κουραστεί ή να σταματήσει, ακούραστα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακάματα
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- ακάματα < κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ακάματα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ακάματο) του ακάματος