αλίχνιστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλίχνιστα < αλίχνιστος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αλίχνιστα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλίχνιστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αλίχνιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλίχνιστος