αλεξανδρινό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αλεξανδρινό
- αιτιατική ενικού του αλεξανδρινός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αλεξανδρινός
- καλλωπιστικό φυτό με κόκκινα φύλλα (ή αλεξαντρινό)