αμελλητί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀμελλητί, αμελητί

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμελλητί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμελλητί < ἀμέλλητος < ἀ- (στερητικό) + αρχαία ελληνική μέλλω

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αμελλητί

  1. γρήγορα, αμέσως, δίχως αργοπορία
    ※  Σε δηλώσεις του μετά τις διαδοχικές συναντήσεις στη Βουλή (...) μίλησε για αναγκαιότητα λήψης, αμελλητί, μέτρων για την καταπολέμηση της ανεργίας, ιδιαίτερα των νέων. (* εφημερίδα Αυγή)
  2. (νομικός όρος, ανακριτική) χωρίς υπαίτια βραδύτητα
    (καθαρεύουσα) ἀμελλητί  συνώνυμα: : ἄνευ ὑπαιτίου βραδύτητος
    ο ανακριτικός υπάλληλος υποχρεούται όπως ανακοινώσει αμελλητί στον αρμόδιο εισαγγελέα αξιόποινη πράξη.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]