αμελλητί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμελλητί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμελλητί < ἀμέλλητος < ἀ- (στερητικό) + αρχαία ελληνική μέλλω
Επίρρημα
[επεξεργασία]αμελλητί
- γρήγορα, αμέσως, δίχως αργοπορία
- ※ Σε δηλώσεις του μετά τις διαδοχικές συναντήσεις στη Βουλή (...) μίλησε για αναγκαιότητα λήψης, αμελλητί, μέτρων για την καταπολέμηση της ανεργίας, ιδιαίτερα των νέων. (* εφημερίδα Αυγή)
- (νομικός όρος, ανακριτική) χωρίς υπαίτια βραδύτητα
- (καθαρεύουσα) ἀμελλητί ≈ συνώνυμα: : ἄνευ ὑπαιτίου βραδύτητος
- ↪ ο ανακριτικός υπάλληλος υποχρεούται όπως ανακοινώσει αμελλητί στον αρμόδιο εισαγγελέα αξιόποινη πράξη.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμελλητί