ανασκολοπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανασκολοπίζω < αρχαία ελληνική ἀνασκολοπίζω < σκόλοψ (πάσσαλος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.na.sko.loˈpi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐σκο‐λο‐πί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανασκολοπίζω (παθητική φωνή: ανασκολοπίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]