ανατιμήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ανατιμήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανατιμώ
- θα ανατιμήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανατιμώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ανατιμήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανατίμηση