ανατολίτισσες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ανατολίτισσες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανατολίτισσα
Δείτε επίσης : Ανατολίτισσες |
ανατολίτισσες