αντικρούσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αντικρούσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντικρούω
- θα αντικρούσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντικρούω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αντικρούσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντίκρουση